- βραχυκατάληκτος
- -η, -ο(γραμμ.), αυτός που τελειώνει με βραχύχρονη συλλαβή: Στη γλώσσα μας βραχυκατάληκτα είναι τα ουδέτερα ουσιαστικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βραχυκατάληκτος — ending in a short syllable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκατάληκτος — η, ο (ΑΜ βραχυκατάληκτος, ον) νεοελλ. (για λέξη) αυτή που λήγει σε βραχεία συλλαβή (αρχ. μσν.) (για μέτρο ή στίχο) αυτός που είναι ελλιπής κατά τον τελευταίο πόδα … Dictionary of Greek
βραχυκαταλήκτως — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable adverbial βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκατάληκτον — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem acc sg βραχυκατάληκτος ending in a short syllable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκαταλήκτοις — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκαταλήκτου — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκαταλήκτων — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκαταλήκτῳ — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκατάληκτα — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυκατάληκτοι — βραχυκατάληκτος ending in a short syllable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)